ἐξέδρα

ἐξέδρα
ἐξ-έδρα, ,
A hall or arcade furnished with recesses and seats, in the gymnasia, E.Or.1449 (anap.), Men.Kon.10, IPE12.182 ([place name] Olbia), IG 12(3).1091 ([place name] Melos), BGU931.26 (i A. D.), etc.; in the schools of Philosophers, Phld.Acad.Ind.p.100M., Str.17.1.8, Cic.Fin.5.2.4, Vitr.5.11.2; in a private house, Gal.14.18.
2 bench, seat, in front of a house, D.L.4.19; any public bench, Str.13.4.5, D.Chr.28.2; belvedere, Nic.Dam.Fr.1J.
3 parlour or saloon, LXXEz.40.44, Cic. Orat.3.5.17, ND1.6.15, Vitr.6.7.3, 7.3.4, POxy.912.13 (iii A.D.); the hall in Pompey's theatre at Rome, where the Senate met, Plu. Brut.14, 17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξέδρα — ἐξέδρᾱ , ἐξέδρα hall fem nom/voc/acc dual ἐξέδρᾱ , ἐξέδρα hall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd sg (epic) ἐξέδρᾱ , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδρᾳ — ἐξέδραι , ἐξέδρα hall fem nom/voc pl ἐξέδρᾱͅ , ἐξέδρα hall fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξέδρα — η (Α ἐξέδρα) [έδρα] νεοελλ. 1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα 2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή… …   Dictionary of Greek

  • εξέδρα — η 1. ξύλινο ή μετάλλινο μόνιμο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα, που συγκοινωνεί με την ξηρά με διάδρομο και χρησιμεύει για αναψυχή ή για επιβιβάσεις και αποβιβάσεις. 2. λυόμενο και όχι μόνιμο κατασκεύασμα ξύλινο ή μετάλλινο με σχετικό ύψος ή σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔξεδρα — ἔξεδρος away from home neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδρας — ἐξέδρᾱς , ἐξέδρα hall fem acc pl ἐξέδρᾱς , ἐξέδρα hall fem gen sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 2nd sg (epic) ἐξέδρᾱς , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραν — ἐξέδρᾱν , ἐξέδρα hall fem acc sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἐξέδρᾱν , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (doric) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) ἐξέδρᾱν , ἐκδιδράσκω run away aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραι — ἐξέδρα hall fem nom/voc pl ἐξέδρᾱͅ , ἐξέδρα hall fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Экседра — (έξέδρα) y древних греков особое помещение в гимназиях, назначенное для собраний и бесед, род просторной и хорошо отделанной залы, иногда имевшей потолочное покрытие, иногда находившейся под открытым небом и в которой одна из стен образовывала… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἐξεδρῶν — ἐξέδρα hall fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραις — ἐξέδρα hall fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”